μετριοφιλής

μετριοφιλής
μετριο-φῐλής, ές,
A loving equity, PRyl.114.3 (iii A.D.). -φρονέω, think modestly, be moderate, Sch.Il.8.175, Hsch. s.v. μετριάζει.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετριοφιλής — μετριοφιλής, ές (Α) 1. αυτός που αρκείται στο μέτρο, που αγαπά τη μετριότητα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μετριοφιλές η αγάπη τού μέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + φιλής (< φίλος), πρβλ. θεο φιλής] …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”